μουρντάρεμα

μουρντάρεμα
και μουρδάρεμα το [μουρνταρεύω]
1. βρόμισμα, λέρωμα
2. εκτροπή, παρεκτροπή
3. επίψογη πράξη, ιδίως υπεξαίρεση χρημάτων ή επιδίωξη αθέμιτου κέρδους με δόλο, κατεργαριά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μουρντάρεμα — το ατος,ακολασία, ηθική παρεκτροπή, η ροπή σε ασέλγεια: Στον άντρα της αρέσουν τα μουρνταρέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουρδάρεμα — το βλ. μουρντάρεμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”